ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ

ΑΥΤΙΣΜΟΣ

 

ΑΥΤΙΣΜΟΣ

Ο αυτισμός ή η αυτιστική διαταραχή είναι μια από τις σοβαρές νεύρο – αναπτυξιακές διαταραχές που εντάσσονται στο φάσμα των διάχυτων αναπτυξιακών διαταραχών. Άλλες διαταραχές του φάσματος είναι το σύνδρομο Άσπεργκερ (ΔΑΔ υψηλής λειτουργικότητας, η άτυπη αυτιστική διαταραχή, το σύνδρομο Rett και η Διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή μη προσδιοριζόμενη αλλιώς. Το κοινό σημείο ανάμεσά τους είναι οι δυσκολίες στην κοινωνική αλληλεπίδραση, στην επικοινωνία και στη σκέψη. Το διαφορετικό ανάμεσά τους είναι ο βαθμός σοβαρότητας των συμπτωμάτων καθώς επίσης και η επίδραση των δυσκολιών στη λειτουργικότητα του κάθε ατόμου.Η έννοια του φάσματος εξηγεί τη διαφορετικότητα εμφάνισης των συμπτωμάτων και δυσκολιών από άτομο σε άτομο.

Αναφορικά με τις δυσκολίες στην κοινωνική αλληλεπίδραση η συμπτωματολογία μπορεί να κυμαίνεται από την έλλειψη οποιασδήποτε πρωτοβουλίας για κοινωνική αλληλεπίδραση έως την έντονη επιθυμία για κοινωνική αλληλεπίδραση αλλά με δυσκολία στην κατανόηση και χρήση των λεπτών κανόνων κοινωνικής συμπεριφοράς.

Όσον αφορά τις δυσκολίες στην κοινωνική επικοινωνία, αυτές μπορεί να  χαρακτηρίζονται από πλήρη έλλειψη λόγου, από χρήση ηχολαλίας για επικοινωνιακούς σκοπούς ή από καλά αναπτυγμένη γλωσσική ικανότητα η οποία όμως δε χρησιμοποιείται για την κάλυψη κοινωνικών αναγκών αλλά μόνο για την εξυπηρέτηση των καθημερινών ή ιδιόμορφων αναγκών του ατόμου. Σχετικά με τις δυσκολίες που αφορούν στη σκέψη, αυτές μπορεί να εμφανίζονται μέσα από τη δυσκολία ανάπτυξης συμβολικού παιχνιδιού, δυσκολίες στην επίλυση προβλημάτων, από την έντονη ανάγκη για σταθερότητα και ομοιομορφία, κ.α.

Ο αυτισμός ακολουθεί το άτομο σε όλη τη διάρκεια της ζωής του και επηρεάζει τομείς όπως η κοινωνική προσαρμογή, η μάθηση από την εμπειρία, η προσαρμοστική ικανότητα και η συμπεριφορά. Η πορεία του κάθε ατόμου καθορίζεται από τη σοβαρότητα των δυσκολιών που παρουσιάζει. Σήμερα δεν υπάρχει καμία γνωστή θεραπεία για τον αυτισμό και ο μόνος αποδεκτός τρόπος για τη βελτίωση των δυσκολιών του ατόμου είναι η εκπαίδευση. Οι εκπαιδευτικές τεχνικές που έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια με γνώμονα τη φύση της αυτιστικής διαταραχής βοηθούν τα άτομα και τις οικογένειές τους υποστηρίζοντας τη βελτίωση της λειτουργικότητάς τους.

 

Πηγή: Ελληνική Εταιρία προστασίας αυτιστικών ατόμων.

 

ΑΡΘΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ

 

ΑΡΘΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ - ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ

 

Η φυσιολογική άρθρωση είναι μια σειρά από σύνθετες κινήσεις. Η προϋπόθεση για φυσιολογική άρθρωση βασίζεται στην επακριβή τοποθέτηση, αλληλουχία, συγχρονισμό, ορθή κατεύθυνση και δύναμη των αρθρωτών. Όλα αυτά συμβαίνουν ταυτόχρονα με την ακριβή μεταβολή της ροής του αέρα, την έναρξη ή διακοπή της φώνησης και την υπερωιοφαρυγγική δραστηριότητα.

Στη διαταραχή άρθρωσης, το άτομο επιλέγει το σωστό φώνημα αλλά το προφέρει λάθος, λόγω ανεπάρκειας του μηχανισμού άρθρωσης. Στη φωνολογική διαταραχή το παιδί επιλέγει λάθος φώνημα να χρησιμοποιήσει λόγω λάθους στη νοητική οργάνωση των φωνημάτων. Πολλές φορές οι δύο όροι συγχέονται.

 

Σε ένα παιδί με Φωνολογική Διαταραχή μπορούν να παρατηρηθούν μεταξύ άλλων, οι παρακάτω φωνολογικές διεργασίες:

•    Αντικαταστάσεις φωνημάτων (πχ. /φέλω/ αντί για /θέλω/)
•    Πτώση φωνήματος ή συλλαβής (πχ. /πέλο/ αντί για /καπέλο/)
•    Πτώση τελικού συμφώνου (πχ. /παππού/ αντί για /παππούς/)
•    Αναδιπλασιασμούς (πχ. /τουτάλι/ αντί για /κουτάλι/)
•    Εναρμονίσεις (πχ. /λουλούρι/ αντί για /κουλούρι/)
•    Απλοποιήσεις συμπλεγμάτων (πχ. /βιβίο/ αντί για /βιβλίο/)
•    Μεταθέσεις και μετακινήσεις (πχ. /βλιβίο/ αντί για /βιβλίο/)

 

Τα αίτια μπορεί να είναι είτε οργανικά(σοβαρές οδοντικές ανωμαλίες ή κοντός χαλινός, ύπαρξη σχιστίας, συνδρόμου, βαρηκοΐας, ύπαρξη κάποιας νευρολογικής πάθησης(δυσαρθρία – δυσπραξία), λειτουργικά (π.χ μετά από επαναλαμβανόμενες ωτίτιδες), περιβαλλοντικά(π.χ διγλωσσία), κ.α.

Σε πολλές περιπτώσεις η αιτία μιας αρθρωτικής ή φωνολογικής διαταραχής παραμένει άγνωστη.

Σημαντικό είναι να έχουν αποκατασταθεί οι αρθρωτικές/φωνολογικές δυσκολίες του παιδιού μέχρι να φοιτήσει στο σχολείο, καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος εμφάνισης δυσκολιών στο γραπτό λόγο και στην ανάγνωση.

 

 

ΠΗΓΗ: Διαγνωστικά θέματα λογοθεραπείας , Καμπανάρου Μ., εκδόσεις Έλλην.

 

ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΡΟΗΣ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ

 

ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΡΟΗΣ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ

Ένας άνθρωπος έχει ομαλή ροή ομιλίας όταν διαθέτει ετοιμότητα στη χρήση λέξεων και μπορεί ανά πάσα στιγμή να εκφραστεί προφορικά. Είναι δηλαδή ικανός να εκφέρει κατά βούληση λέξεις αβίαστα, γρήγορα και χωρίς δισταγμό.

 

ΤΡΑΥΛΙΣΜΟΣ

Ο τραυλισμός είναι μια διαταραχή της ομαλής ροής της ομιλίας. Ο τραυλισμός επηρεάζει την ομαλή ροή του λόγου και εκφράζεται με ακούσιες επαναλήψεις ή/ και επιμηκύνσεις συλλαβών, λέξεων, προτάσεων και μπλοκαρίσματα. Μπορεί να συνοδεύεται από δευτερεύουσες συμπεριφορές(τικ, κ.α) και δυσάρεστα συναισθήματα ως προς την ομιλία(άγχος, φόβος, εκνευρισμός). Ανάλογα με τις εκδηλώσεις του, ο τραυλισμός μπορεί να είναι ήπιος, μέτριας μορφής ή σοβαρός. Πρόκειται για μια διαταραχή που συναντάται στους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο σε ποσοστό 2 – 4% περίπου και εμφανίζεται συχνότερα στα αγόρια σε αναλογία 4 : 1 περίπου.

 

ΤΑΧΥΦΗΜΙΑ – ΒΑΤΤΑΡΙΣΜΟΣ

Είναι και αυτή μια διαταραχή της ροής της ομιλίας. Χαρακτηρίζεται από υπερβολικά γρήγορο ρυθμό ομιλίας και κακή ποιότητα άρθρωσης. Οι λέξεις προφέρονται υπερβολικά γρήγορα με αποτέλεσμα να μην γίνεται κατανοητή η ομιλία. Η άρθρωση δεν είναι ευκρινής καθώς κάποιοι ήχοι παράγονται αλλοιωμένοι και κόβονται ολόκληρες συλλαβές. Τραυλικά  συμπτώματα μπορεί να συνυπάρχουν. Συνήθως τα άτομα με ταχυφημία δεν συνειδητοποιούν αυτό το ρυθμό ομιλίας και το γεγονός ότι δεν γίνονται κατανοητοί. Είναι και αυτή μια διαταραχή που εμφανίζεται συχνότερα στα αγόρια.

 

ΠΗΓΗ: Διαγνωστικά θέματα λογοθεραπείας, , Καμπανάρου Μ., εκδόσεις Έλλην.Πτυχιακή εργασία με θέμα Πρώιμος παιδικός τραυλισμός, Χριστοπούλου Μαρία, 2008, χ.ε.

 

ΜΑΘΗΣΙΑΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ

 

ΜΑΘΗΣΙΑΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ

Ο όρος μαθησιακές δυσκολίες αναφέρεται σε κάθε είδους προβλήματα που οδηγούν στη σχολική υποεπίδοση ή αποτυχία σε παιδιά που έχουν κανονική φοίτηση, παρακολουθούν το πρόγραμμα της τάξης τους, δεν κατατάσσονται στα “άτομα με ειδικές ανάγκες”, δεν παρουσιάζουν συγκεκριμένα και σοβαρά νοητικά, ψυχολογικά ή σωματικά προβλήματα.

Οι δυσκολίες μπορεί να παρατηρηθούν σε έναν ή παραπάνω τομείς:

 

•    Προφορικός Λόγος: φτωχό λεξιλόγιο, δυσκολία στην κατανόηση και χρήση μεταφορικού λόγου, δυσκολίες ακουστικής διάκρισης ήχων, δυσκολίες εύρεσης λέξεων που αρχίζουν από συγκεκριμένο ήχο, δυσκολίες εύρεσης των ήχων από τους οποίους ξεκινούν οι λέξεις, δυσκολίες στην εύρεση λέξεων που ομοιοκαταληκτούν, κατάτμηση σύνθετων λέξεων στα συνθετικά τους, δυσκολίες στην ορθή σύνταξη προτάσεων, δυσκολίες στην περιγραφή-αφήγηση, κ.λπ.

 

•    Ανάγνωση: δυσκολίες στην ταύτιση γραφήματος-φωνήματος, αντικαταστάσεις και αντιμεταθέσεις κατά την ανάγνωση λέξεων και προτάσεων, μη-ευχερής ανάγνωση (λάθη ακρίβειας και αργός ρυθμός), δυσκολίες κατανόησης του κειμένου και οργάνωσης μελέτης.

 

•    Γραφή / Ορθογραφία: λάθη στην κατεύθυνση και τις αποστάσεις γραμμάτων, στις αποστάσεις λέξεων, στη χρήση κεφαλαίων γραμμάτων και σημείων στίξης, λάθη στη θεματική και καταληκτική ορθογραφία.

 

•    Γραπτή Έκφραση: δυσκολίες στη σύνταξη των προτάσεων (Απλή, Σύνθετη, Επαυξημένη), ανάπτυξη παραγράφου και έκθεσης (δυσκολίες ως προς το περιεχόμενο, την οργάνωση, το ύφος, το λεξιλόγιο, τη ροή προτάσεων, την τυπολογία).

 

•    Μαθηματικά: δυσκολίες στην αρίθμηση, στις πράξεις, στην επίλυση προβλημάτων, στις μετρήσεις, στη γνώση της ώρας και των χρημάτων, στη γεωμετρία, στους υπολογισμούς.

 

•    Άλλες δυσκολίες: στον χρονικό προσανατολισμό (δε γνωρίζουν μέρες, μήνες, εποχές, έννοιες όπως αύριο, χτες, προχτές), στον χωρικό προσανατολισμό (μπερδεύουν δεξιά-αριστερά), στον κινητικό συντονισμό (παρατηρούνται δυσκολίες στην αδρή κινητικότητα, π.χ. κουτσό, σχοινάκι, παιχνίδι με μπάλα ή/και στη λεπτή κινητικότητα, π.χ. δεν μπορούν να δέσουν κορδόνια, να κουμπώσουν κουμπιά, να κρατήσουν το μολύβι σωστά), στην προσοχή/συγκέντρωση (διάσπαση προσοχής, απροσεξία, υπερκινητικότητα, παρορμητικότητα), στην οργάνωση (χάνουν ή μπερδεύουν τη θέση αντικειμένων, τα δωμάτιά τους είναι ακατάστατα, κ.λπ.), στη μνήμη (δυσκολεύονται να θυμηθούν αυτά που διάβασαν την προηγούμενη μέρα, τις καθημερινές υποχρεώσεις τους, αλλά ακόμα και τι τους συνέβη την ίδια μέρα, να μάθουν την αλφαβήτα, τον πολλαπλασιασμό, κ.λπ.).

 

Από ποιο φορέα γίνεται η αξιολόγηση / διάγνωση;

Μπορεί να πραγματοποιηθεί τόσο σε ιδιωτικούς όσο και σε δημόσιους φορείς. Στο δημόσιο τομέα, πραγματοποιείται αξιολόγηση και διάγνωση των μαθησιακών δυσκολιών από τα Κέντρα Διάγνωσης Διαφοροδιάγνωσης και Υποστήριξης (ΚΕΔΔΥ), τα Ιατροπαιδαγωγικά κέντρα, τα Κέντρα Ψυχικής Υγιεινής και τα Νοσοκομεία που διαθέτουν αρμόδιο τμήμα. Αυτοί οι φορείς παρέχουν διάγνωση με σκοπό την ενημέρωση της οικογένειας και του σχολείου έτσι ώστε ο μαθητής να παραπεμφθεί στο τμήμα ένταξης καθώς και την μετέπειτα απαλλαγή του από γραπτές εξετάσεις εφόσον αυτό κριθεί απαραίτητο. Επίσης, συστήνεται η ένταξή του σε πρόγραμμα αποκατάστασης.

 

Τι ακριβώς περιλαμβάνει η διάγνωση-αξιολόγηση του παιδιού;

Η αξιολόγηση ξεκινά με την λήψη ενός ιστορικού από τους γονείς στο οποίο καταγράφονται πληροφορίες σχετικά με το μαθητή και την οικογένειά του. Έπειτα διαμορφώνεται το μαθησιακό προφίλ του παιδιού, χορηγώντας πολλές και διαφορετικές δοκιμασίες(τεστ) στο παιδί, τόσο ποιοτικές όσο και ποσοτικές. Η επίδοση σε αυτές τις δοκιμασίες αναλύεται και έτσι διαμορφώνεται το μαθησιακό προφίλ του μαθητή.

 

Ποιοι ειδικοί ασχολούνται με την πρόληψη, διάγνωση και αντιμετώπιση των μαθησιακών δυσκολιών;

Λόγω της πολυδιάστατης και σύνθετης φύσης των μαθησιακών δυσκολιών κρίνεται απαραίτητη η συνεργασία πολλών διαφορετικών ειδικοτήτων με σκοπό την διερεύνηση του μαθησιακού προφίλ του παιδιού, αλλά και τον σχεδιασμό της εξατομικευμένης ειδικής παρέμβασης. Η διεπιστημονική αυτή ομάδα περιλαμβάνει: Παιδοψυχίατρο, Ειδικό Παιδαγωγό, Λογοθεραπευτή, Εργοθεραπευτή, Ψυχολόγο.

 

Αντιμετώπιση – Αποκατάσταση

Η αποκατάσταση των μαθησιακών δυσκολιών γίνεται ως επί το πλείστον από ιδιωτικούς φορείς. Στα σχολεία παρέχονται προγράμματα αποκατάστασης στα τμήματα ένταξης. Η αντιμετώπιση των μαθησιακών δυσκολιών αρχίζει μετά την ολοκλήρωση της διαγνωστικής διαδικασίας. Ο μαθητής εντάσσεται σε εξατομικευμένο πρόγραμμα αποκατάστασης μαθησιακών δυσκολιών

 

 

ΠΗΓΗ: ΣΕΛΛΕ

 

ΕΙΔΙΚΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ


ΕΙΔΙΚΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ

 Όταν όλοι οι τομείς ανάπτυξης ενός παιδιού εξελίσσονται φυσιολογικά και δεν συνυπάρχουν αισθητηριακές ή νευρολογικές βλάβες, ούτε ψυχολογικά  ή γνωστικά προβλήματα , αλλά η ανάπτυξη των γλωσσικών ικανοτήτων είναι υπολειπόμενη, τότε πιθανώς μιλάμε για  ειδική γλωσσική διαταραχή .
 

Η ειδική γλωσσική διαταραχή (SLI) διαγιγνώσκεται όταν ένα παιδί παρουσιάζει καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου του, ή ο λόγος του εξελίσσεται διαταραγμένα, χωρίς προφανή λόγο. Συνήθως η πρώτη ένδειξη της είναι ότι το παιδί αρχίζει να μιλά αργότερα από το συνηθισμένο και στη συνέχεια καθυστερεί να βάλει λέξεις μαζί για να σχηματίσει προτάσεις(να αναπτύξει τηλεγραφικό λόγο). Η άρθρωση μπορεί να είναι ανώριμη επίσης. Σε πολλά παιδιά με ειδική γλωσσική διαταραχή, η κατανόηση της γλώσσας(αντιληπτικός λόγος) είναι επίσης μειωμένη, αν και αυτό μπορεί να μην είναι πάντα προφανές, εκτός εάν γίνει επίσημη αξιολόγηση στο παιδί.


Ειδικότερα, υπάρχουν δυσχέρειες στη σωστή χρήση των άρθρων, των προθέσεων, των χρόνων των ρημάτων, στις πτώσεις και τους αριθμούς. Παρουσιάζεται ακόμη δυσκολία στη σύνταξη προτάσεων , στην περιγραφή και την αφήγηση. Επίσης υπάρχουν σοβαρές δυσχέρειες στις λογικές ακολουθίες αλλά και στην κατανόηση αυτών που ακούει ή των οδηγιών που του δίνονται.
 

Δεν υπάρχουν ακόμα σαφή αίτια που να ενοχοποιούνται για την εμφάνιση της ειδικής γλωσσικής διαταραχής, ενώ πιθανολογούνται κληρονομικοί-γενετικοί λόγοι και διαταραχές στην επεξεργασία ακουστικών πληροφοριών από συγκεκριμένα εγκεφαλικά κέντρα.
 

Η ειδική γλωσσική διαταραχή είναι πιο συχνή στα αγόρια και διαγιγνώσκεται συνήθως από την προσχολική ηλικία του παιδιού έως και την εφηβική ηλικία. Η συχνότερη ηλικία που αξιολογείται είναι από 4-6 ετών.

 

 

ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ ΛΟΓΟΥ

 

ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ ΛΟΓΟΥ-ΟΜΙΛΙΑΣ


Η Καθυστέρηση λόγου-Ομιλίας είναι ένας περιγραφικός όρος, που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση όπου το παιδί υπολείπεται, σε σχέση με το μέσο όρο των παιδιών της ηλικίας του, στην ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας του. Με άλλα λόγια, όταν ένα παιδί δεν κατακτά τα αναπτυξιακά ορόσημα που αφορούν στη γλωσσική του εξέλιξη εγκαίρως, παρουσιάζει Καθυστέρηση λόγου ή/ και ομιλίας .
 

Η σωστή  ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας  ενός παιδιού, χαρακτηρίζεται από κάποια βασικά αναπτυξιακά ορόσημα , που το παιδί θα πρέπει να κατακτήσει ανάλογα με την ηλικία του.
 

Για παράδειγμα, όταν το παιδί είναι :

  • ενός έτους και δεν επαναλαμβάνει συλλαβές (τα-τα, μα-μα, ντα-ντα), έστω και χωρίς νόημα.
  • 18 μηνών και δεν λέει καμία λέξη με νόημα, έστω και με το δικό του τρόπο.
  • 2,5 χρονών και λέει λιγότερες από 8 -10   λέξεις,
  • 2,5 χρονών και  δεν φτιάχνει απλές προτάσεις δύο λέξεων (« μαμα  νανι »).
  • 3 χρονών και δεν σχηματίζει απλές προτάσεις.
  • 3,5 χρονών  και ο λόγος του δεν έχει δομή (άρθρα, εμπρόθετα άρθρα, μόρια, κ.α) και δεν είναι περιγραφικός. Επίσης δεν είναι καταληπτό από τρίτους σε ένα ποσοστό 75%.
  • 4 χρονών και δυσκολεύεται να προφέρει όλα τα φωνήματα,

 

θα πρέπει να συμβουλευτείτε (εκτός από τον Παιδίατρό σας , που θα ελέγξει τη γενικότερη ανάπτυξη του παιδιού ) έναν Λογοθεραπευτή , προκειμένου να αξιολογήσει την εξέλιξη του λόγου και της ομιλίας του παιδιού.
 

Παράλληλα, θα πρέπει να εκτιμηθεί το επίπεδο της ακουστικής οξύτητας του παιδιού, καθώς πολλές φορές οι συχνές ωτίτιδες, οι αλλεργίες ή τα σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα, μπορούν να οδηγήσουν σε ελαφρά  ακουστική απώλεια.  Η ιατρική εξέταση και ο ακουολογικός έλεγχος, είναι απαραίτητα πριν την εφαρμογή του κατάλληλου λογοθεραπευτικού προγράμματος αποκατάστασης.

 

 

ΛΕΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΟΜΑΤΙΚΗ ΔΥΣΠΡΑΞΙΑ

 

ΛΕΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΟΜΑΤΙΚΗ ΔΥΣΠΡΑΞΙΑ

Η Λεκτική Δυσπραξία  στα παιδιά είναι μια εξελικτική διαταραχή στο λόγο και την ομιλία που έχει ως αποτέλεσμα το παιδί να μη μπορεί να ακολουθήσει την απαιτούμενη φωνοτακτική δομή, δηλαδή να τοποθετήσει σωστά (στη σειρά τους) , τους ήχους και τις συλλαβές ,  καθώς και να μην αρθρώνει καλά τους φθόγγους. Χαρακτηριστικό της διαταραχής αυτής είναι ότι το παιδί δεν κάνει σταθερά φωνολογικά λάθη, αλλά η εκφορά ενός φωνήματος επηρεάζεται από το περιβάλλον της λέξης.


Κατά συνέπεια, το παιδί μπορεί να καθυστερήσει να μιλήσει, να παρουσιάζει άρνηση να μιλήσει, καθώς καταλαβαίνει τη δυσκολία του, να χρησιμοποιεί περιορισμένο και πολύ απλουστευμένο λεξιλόγιο και η ομιλία του να είναι ακατάληπτη.
 

Συνήθως παραλείπει ή αντιστρέφει συλλαβές, δυσκολεύεται πάρα πολύ σε πολυσύλλαβες λέξεις, ή σε λέξεις που έχουν συμφωνικά συμπλέγματα ή ακολουθίες φωνηέντων. Επίσης μπορεί να παρουσιάζει προσωδιακές δυσκολίες (στον συντονισμό φώνησης-άρθρωσης δηλαδή) και να κάνει παύσεις ανάμεσα σε λέξεις, μέσα σε λέξεις, να «καταπίνει» συλλαβές.
 

Ένα άλλο είδος δυσπραξίας είναι η στοματική δυσπραξία, η οποία σχεδόν πάντα συνοδεύεται και από λεκτική δυσπραξία. Σε αυτή την περίπτωση, ενώ το παιδί μπορεί φυσιολογικά να εκτελέσει τις κινήσεις της μάσησης και της κατάποσης, δεν μπορεί να πραγματοποιήσει τις αντίστοιχες κινήσεις του στόματος ή του λάρυγγα , μετά από εντολή, δηλαδή εκούσια. Για παράδειγμα, το παιδί αδυνατεί, παρά τις προσπάθειες που κάνει, να βγάλει έξω τη γλώσσα του, να την μετακινήσει μέσα στο στόμα, να φουσκώσει τα μάγουλά του, κτλ, μετά από δική μας υπόδειξη.
 

Η δυσπραξία, λεκτική ή και στοματική, αποτελεί μια διαταραχή που χρειάζεται πολύ χρόνο και δουλειά για να βελτιωθεί, γι΄ αυτό είναι πολύ σημαντική η έγκαιρη διάγνωση και η άμεση ένταξη του παιδιού σε πρόγραμμα λογοθεραπείας.